- ὅστις
- ἥτις, ὅ τι всякий кто
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὅστις — that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek
Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν… — См. Сверх человек … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χὤστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὥστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅστισπερ — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱστισινοῦν — ὅστις that fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἵτινες — ὅστις that fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)